παρατήρημα

παρατήρημα
παρατήρημα
observation
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρατήρημα — τὸ, ΝΜΑ [παρατηρώ] η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της νεοελλ. φρ. «κακό παρατήρημα» κακός οιωνός, κακό σημάδι αρχ. 1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.) 2. ο όρος που πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρημάτων — παρατήρημα observation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασι — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασιν — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματα — παρατήρημα observation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματι — παρατήρημα observation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματος — παρατήρημα observation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”